PELLICLE - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

PELLICLE - translation to αραβικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Pellicle (disambiguation)

PELLICLE         

ألاسم

قشرة رقيقة; غشاء رقيق

pellicle         
‎ جُلَيدَة ،طُهاوَة‎
pellicle         
قشرة ، غشاء رقيق

Ορισμός

pellicle
['p?l?k(?)l]
¦ noun technical a thin skin, cuticle, membrane, or film.
Derivatives
pellicular -'l?kj?l? adjective
Origin
ME: from Fr. pellicule, from L. pellicula 'small piece of skin', dimin. of pellis.

Βικιπαίδεια

Pellicle

Pellicle may refer to:

  • Pellicle (biology), a thin layer supporting the cell membrane in various protozoa
  • Pellicle mirror, a thin plastic membrane which may be used as a beam splitter or protective cover in optical systems
  • Pellicle (dental), the thin layer of salivary glycoproteins deposited on the teeth of many species through normal biologic processes
  • Pellicle, the protective cover which can be applied to a photomask used in semiconductor device fabrication. The pellicle protects the photomask from damage and dirt
  • Pellicle, the growth on the surface of a liquid, also known as SCOBY
  • Pellicle (cooking), a skin or coating of proteins on the surface of meat, fish or poultry, which allow smoke to better adhere the surface of the meat during the smoking process.
  • Pellicle (material), a brand name for a very resistant synthetic material used for covering different surfaces, such as that of the Aeron chair